- στίμ(μ)ις
- (-εως) η см. στίμ(μ)ι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στίμμισμα — τὸ, Α [στιμ(μ)ίζω] το ψιμύθιο που παρασκευαζόταν από στίμμι («στιμμίσματα τῶν ὀφθαλμῶν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
σώρι — και σῶρυ, ώρεως, τὸ, ΜΑ ονομασία ορυκτού, πιθ. θειικός σίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης η οποία εμφανίζει κατάλ. ι/ ν, όπως και άλλα ονόματα μετάλλων (πρβλ. στῖμ ι, μίσ υ)] … Dictionary of Greek